- ταχυτέρου
- ταχύςswiftmasc/neut gen sg (ionic)ταχύτεροςswiftmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχυτέρου — Ν επίρρ. 1. πολύ πρωί αύριο, ταχιά 2. φρ. «αργά και ταχυτέρου» πρωί και βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύτερος, συγκριτ. τού επίθ. ταχύς (πρβλ. και ταχύ «πρωί»)] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
εύδρομος — η, ο (ΑΜ εὔδρομος, ον) αυτός που τρέχει γρήγορα, ο ταχύς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύδρομο τύπος πολεμικού πλοίου τής γραμμής, ταχύτερου τών βαρέων θωρηκτών μάχης αλλά με ασθενέστερη θωράκιση, καταδρομικό) μσν. αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί… … Dictionary of Greek
φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… … Dictionary of Greek